- τρωτά
- τρωτόςvulnerableneut nom/voc/acc plτρωτά̱ , τρωτόςvulnerablefem nom/voc/acc dualτρωτά̱ , τρωτόςvulnerablefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COTURNIX — Graece ὄρτυξ avis parva et migratoria. De qua sic Plin. l. 10. c. 23. Coturnices ante etiam semper advemunt, quam grues, parva avis, et cum ad nos venit, terrestris potius, quam sublimis. Advolant et hae simili modô, non sine periculo navigantium … Hofmann J. Lexicon universale
FIBULA — Gr. φίβλη, quod ligat, Isid. aliis a figendo, quasi Figula, περόνη, ἐπιβλὴ. Gloss. Fibula, πόρπη, φιβλίον. Mart. quod Fibras. i. e. extremitates vestium constringat, aut quasi Figula, quia figit seu configit, dicta videtur. Eas non tam in… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ελέγχω — έλεγξα, ελέγχτηκα, μτβ. 1. ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητά του κτλ., εξετάζω, εξακριβώνω. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), αναλύω κριτικά για να βρω τρωτά σημεία, επικρίνω. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωτός — ή, ό 1. που μπορεί να τραυματιστεί. 2. ευπαθής, ευπρόσβλητος, αδύνατος: Το πεζικό είναι τρωτό από την αεροπορία. 3. το ουδ. ως ουσ., τρωτό μειονέκτημα, ελάττωμα, ατέλεια: Έχει πολλά τρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)